θρανύσσω

θρανύσσω
θρανύσσω (Α) [θράνος]
συντρίβω, κομματιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρανύξαντες — θρανύσσω break in pieces aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… …   Dictionary of Greek

  • συνθρανούμαι — όομαι, Α κατασυντρίβομαι, καταστρέφομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρᾶνος «κάθισμα, έδρα» (για τη σημ. πρβλ. θρανύσσω «συντρίβω»), πιθ. με παρετυμολ. επίδραση του συνθραύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”